- βενλόκιο
- Περίοδος του παλαιοζωικού, μία από τις τέσσερις βαθμίδες της ανώτερης σιλούριας υποδιάπλασης. Ονομαστοί είναι οι β. ασβεστόλιθοι της Αγγλίας, που περιέχουν απολιθωμένα βραγχιόποδα, γαστερόποδα, κοράλλια, ασβεστοφύκη κ.ά. Στην Ελλάδα δεν έχουν βρεθεί στρώματα της βαθμίδας αυτής.
Dictionary of Greek. 2013.